- νεωτεριστής
- ο, θηλ.-ίστρια (Α νεωτεριστής) [νεωτερίζω]φορέας νέων ιδεών, αυτός που νεωτερίζει, που επιθυμεί ή επιχειρεί μεταβολές, κυρίως στην πολιτική ζωή («τὴν τόλμην καὶ τὴν λαμπρότητα δείσαντες ἀπεπέμψαντο μόνους τῶν συμμάχων ὡς νεωτεριστάς», Πλούτ.)νεοελλ.αυτός που ασπάζεται νέες ιδέες και συστήματα στον τρόπο ενδυμασίας και γενικότερα στους τρόπους και στις εκδηλώσεις τής κοινωνικής ζωής, μοντέρνος, ριζοσπαστικός.
Dictionary of Greek. 2013.